- χορείος
- ο / χορεῑος, -εία, -εῑον, ΝΜΑ, αρσ. και χόριος Ατο αρσ. ως ουσ. ο χορείος και ὁ χορείος(στην αρχ. μετρική) τρίβραχυς ή τροχαίος μετρικός πουςμσν.-αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χορό2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορεῑοντόπος όπου χορεύουν, χοροστάσι, χορευταριάαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. είδος εκτέλεσης μελωδίας σε αυλό2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Χορεῑοςπροσωνυμία τού Διονύσου3. το ουδ. ως ουσ. α) φιάλη που αποτελούσε έπαθλο χορούβ) (κατά τον Ησύχ.) i) «χορεῑονδιδασκαλεῑον»ii) «χορεῑοναὔλημά τι»γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ χόρευσις»4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χορεῑαα) πληρωμή για το δικαίωμα συμμετοχής στις τελετές τών υμνωδώνβ) γιορτή, πιθανώς προς τιμήν τού Διονύσουγ) ευχαριστήρια προσφορά χορού για νίκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κατάλ. -εῖος (πρβλ. σπονδ-εῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.